- υδραζωβενζόλιο
- το, Νχημ. δικυκλική αζωτούχα αρωματική οργανική ένωση, παράγωγο τής υδραζίνης, που λαμβάνεται με αναγωγή τού νιτροβενζολίου με ψευδάργυρο σε αλκαλικό περιβάλλον.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. hydrazobenzen < hydrazo- (πρβλ. υδραζω-) + benzen (πρβλ. βενζόλιο)].
Dictionary of Greek. 2013.